ιδεογραφικός, -ή

ιδεογραφικός, -ή
αυτός που έχει σχέση με την ιδεογραφία: Ιδεογραφική παράσταση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ιδεογραφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιδεογραφία («ιδεογραφική γραφή»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ideographic < ideo (πρβλ. ιδέα «εικόνα») + graphic (πρβλ. γραφικός). Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Αλέξ. Ρ. Ραγκαβή] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”